- επισημείωση
- η (Α ἐπισημείωσις) [επισημειούμαι]υποσημείωση, σχόλιο, πρόσθετη σημείωσηαρχ.παρατήρηση με σημείο που τοποθετείται επάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επισημειωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι γραμμένος σε επισημείωση («επισημειωτική παρατήρηση»). επίρρ... επισημειωτικώς υπό τύπον επισημειώσεως, επιπρόσθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισημείωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δημ. Ράλλη] … Dictionary of Greek
επισημειώνω — [επισημειώ, όω] 1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω 2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο … Dictionary of Greek
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek